- πρωτοφυτος
- πρωτόφυτοςπρωτό-φῠτος2раньше (других) распускающийся, созревающий первым
(κάλυκες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κάλυκες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωτόφυτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόφυτος — η, ο / πρωτόφυτος, ον, ΝΑ πρωτοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολύ φυτος] … Dictionary of Greek
πρωτοφύτους — πρωτόφυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)